Τα ψυχότροπα φάρμακα (ψυχοφάρμακα) αποτελούνται από χημικές ουσίες που έχουν την ιδιότητα να επηρεάζουν την ψυχική και συναισθηματική κατάσταση των ανθρώπων και να ρυθμίζουν τις συνειδητές ή ασυνείδητες ψυχικές διεργασίες του οργανισμού. Οι ουσίες αυτές έχουν ποικίλη χημική δομή και μπορούν να επιδρούν με πεπερασμένη χρονική διάρκεια στο νευροβιοχημικό σύστημα του εγκεφάλου.
Ανάλογα με τα χαρακτηριστικά τους, μπορούν να προσφέρουν ανακούφιση από τον πόνο, να προκαλέσουν ψυχική ηρεμία και σωματική χαλάρωση, να επιφέρουν ύπνο ή διέγερση. – Σε αυτό το άρθρο θα μιλήσουμε για τη χρήση των ψυχότροπων φαρμάκων στην ψυχιατρική φαρμακευτική αγωγή κι όχι για την χρήση ναρκωτικών, αλκοόλης, νικοτίνης, καφεΐνης κλπ ή την χρήση μορφίνης ως αναλγητικό συνήθως σε ασθενείς με καρκίνο τελικού σταδίου, αν και όλα τα παραπάνω ανήκουν στην μεγάλη κατηγορία των ψυχότροπων ουσιών.
Τα ψυχιατρικά φάρμακα είναι ψυχότροπα φάρμακα που χορηγούνται αυστηρά κατόπιν ιατρικής συνταγής. Στόχο έχουν τη διαχείριση (κυρίως για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων) των ψυχικών/συναισθηματικών διαταραχών, οι οποίες δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο με ψυχοθεραπεία και απαιτείται φαρμακοθεραπεία. Διακρίνονται έξι μεγάλες κατηγορίες* ψυχοφαρμάκων.
Κατηγορίες ψυχοφαρμάκων:
- Αντικαταθλιπτικά: τα οποία χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία διαταραχών όπως η μείζονα καταθλιπτική διαταραχή, η δυσθυμία, το άγχος, οι διαταραχές πρόσληψης τροφής και η οριακή διαταραχή προσωπικότητας.
- Αγχολυτικά: τα οποία χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία διαταραχών άγχους, χρόνιο, κατακλυσμιαίο, περιστασιακό, κρίσεις πανικού κλπ.
- Κατασταλτικά: τα οποία χρησιμοποιούνται ως υπνωτικά για περιπτώσεις σοβαρής αϋπνίας, ως ισχυρά ηρεμιστικά, ως αναισθητικά, ανάλογα με τη δοσολογία τους.
- Αντιψυχωσικά: τα οποία χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία ψυχώσεων και παρεμφερών ψυχωτικών συμπτωμάτων, σχιζοφρένεια, μανία, παραληρητικές ιδέες κλπ.
- Διεγερτικά: τα οποία χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία σοβαρότατων περιπτώσεων διαταραχής ελλειμματικής προσοχής, για θεραπεία ναρκοληψίας και για καταστολή της όρεξης.
- Σταθεροποιητικά της διάθεσης: τα οποία χρησιμοποιούνται για την θεραπεία της διπολικής διαταραχής και της σχιζοσυναισθηματικής διαταραχής.
*οι κατηγορίες που αναφέρθηκαν έχουν προκύψει βάσει της κύριας ένδειξης των φαρμάκων, ωστόσο τα φάρμακα αυτά έχουν κι άλλες ενδείξεις. Ο ψυχίατρος το γνωρίζει και είναι προφανές ότι ανάλογα με την περίπτωση θα αξιολογήσει ποιος συνδυασμός φαρμάκων είναι κατάλληλος στον εκάστοτε ασθενή. Για παράδειγμα, μπορεί να χορηγηθεί ένα αντιψυχωσικό σκεύασμα σε έναν μη ψυχωτικό ασθενή. Προκειμένου να ενισχυθεί η δράση του αντικαταθλιπτικού που ήδη λαμβάνει, αν έχει προηγηθεί απόπειρα αυτοκτονίας ή αν παρατηρείται έντονος αυτοκτονικός ιδεασμός. Αντίστοιχα, μπορεί να χορηγηθεί ένα αντικαταθλιπτικό σκεύασμα σε έναν μη καταθλιπτικό ασθενή ο οποίος έχει διαγνωσθεί με χρόνιο άγχος. Ενδέχεται η παρατεταμένη έκθεση στα συμπτώματα άγχους να έχουν επιφέρει ένα αίσθημα απόγνωσης.
Σημαντική αύξηση χρήσης στα ψυχοφάρμακα. Γιατί;
Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας έχει αυξηθεί δραματικά η χρήση ψυχοφαρμάκων, κυρίως αντικαταθλιπτικών και αγχολυτικών. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι η εύκολη και πιο οικονομική λύση στην Ελλάδα της κρίσης. Είναι δυστυχώς πολλοί αυτοί που καταφεύγουν στα χάπια για να αντιμετωπίσουν τη δυσφορία που αισθάνονται και τα ψυχοσωματικά συμπτώματα που εμφανίζουν. Συχνά, χωρίς καν την επίσκεψη σε έναν ειδικό ψυχικής υγείας. Μια πληθώρα δομών ψυχικής υγείας έχουν αποδυναμωθεί από προσωπικό ή έχουν κλείσει οριστικά. Κατά συνέπεια, η δωρεάν πρόσβαση σε αντίστοιχες υπηρεσίες είναι δύσκολη και έχει τεράστιο χρόνο αναμονής για ένα ραντεβού. Επόμενο είναι, για μια ορισμένη μερίδα πληθυσμού, το ψυχοφάρμακο να μοιάζει μονόδρομος.
Πότε όμως είναι πραγματικά αναγκαία η φαρμακευτική αγωγή με αντικαταθλιπτικά ή/και με αγχολυτικά;
Για να αποφασιστεί η χορήγηση αντικαταθλιπτικών ή/και αγχολυτικών φαρμάκων λαμβάνονται υπόψη πολλές παράμετροι. Πρώτα από όλα, η λειτουργικότητα του ατόμου, δηλαδή το κατά πόσο είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της καθημερινότητάς του, πχ. στην εργασία του, στην κοινωνική ζωή του. Ταυτόχρονα, εξετάζεται ο βιορυθμός του, αν υποφέρει από δυσκολίες στον ύπνο, δυσκολίες στο φαγητό (ανορεξίες ή βουλιμίες), αν συνυπάρχουν άλλα προβλήματα υγείας, παθολογικά ή ψυχοσωματικά συμπτώματα. Σημαντικότατοι παράγοντες είναι επίσης η ύπαρξη αυτοκτονικότητας (αυτοκτονικός ιδεασμός με ή χωρίς απόπειρα αυτοκτονίας), οι επαναλαμβανόμενες και σοβαρές κρίσεις πανικού, οι έμμονες ιδέες που εμποδίζουν την ομαλή σκέψη του ατόμου.
Αναμφίβολα, αυτός που είναι ο μοναδικός αρμόδιος για να λάβει την τελική απόφαση και να πάρει την ευθύνη της αγωγής είναι ο γιατρός, ο ψυχίατρος. Θα συλλέξει πληροφορίες και θα αξιολογήσει την σοβαρότητα της κατάστασης του ασθενούς. Έπειτα, θα προχωρήσει στην συνταγογράφηση της θεραπείας που θεωρεί κατάλληλη για την κάθε περίπτωση. Ας μην ξεχνάμε ότι απαιτείται και η διερεύνηση των πεποιθήσεων του ανθρώπου όσο και του οικογενειακού περιβάλλοντός του σχετικά με τα ψυχοφάρμακα. Είναι πολύ σημαντικό να αναφερθεί το γεγονός ότι αν δεν εξασφαλιστεί η ενεργητική συμμετοχή του θεραπευόμενου στη θεραπεία του, αυξάνεται η πιθανότητα αποτυχίας της θεραπείας αυτής και της επιθυμητής δράσης των φαρμάκων.
Προσφέρουν τα ψυχοφάρμακα πραγματική θεραπεία ή απλώς ανακούφιση;
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι η αγωγή με τέτοιου είδους φάρμακα αποτελεί αυτό που ονομάζουμε συμπτωματική θεραπεία. Με άλλα λόγια, η λήψη του φαρμάκου δεν λύνει το πρόβλημα από τη ρίζα του. Ανακουφίζει το άτομο από τα συμπτώματα. Αν δεν γίνει συστηματική προσπάθεια εντοπισμού και διαχείρισης των ζητημάτων που προκαλούν το άγχος ή την κατάθλιψη, δεν αλλάζει ουσιαστικά τίποτα. Είναι αναμενόμενο πως με την διακοπή της αγωγής, τα συμπτώματα αργά ή γρήγορα θα επανέλθουν. Είτε με την ίδια είτε με άλλη – αντίστοιχη- μορφή.
Επεμβαίνουμε λοιπόν στη χημεία των νευροδιαβιβαστών του εγκεφάλου, δηλαδή στις ουσίες που ρυθμίζουν -μεταξύ άλλων- τις ψυχικές λειτουργίες του οργανισμού, με το σκεπτικό να ενδυναμώσουμε τον δυσκολεμένο άνθρωπο. Να νιώσει καλύτερα, ώστε να αντέξει τη διαδικασία της ψυχοθεραπείας. Να αισθανθεί ότι είναι ελεύθερος να κατανοήσει τον εαυτό του. Μετά, είναι επιλογή του να αλλάξει όλα εκείνα που τον στενοχωρούν και δυσχεραίνουν τη ζωή και την καθημερινότητά του.
Είναι αναγκαίο να αξιολογείται η σοβαρότητα της κατάστασης από τον αρμόδιο ειδικό ψυχικής υγείας πριν προβούμε στη λήψη οποιουδήποτε “χαπιού”. Όπως όλα τα φάρμακα, έτσι και τα ψυχοφάρμακα έχουν ανεπιθύμητες ενέργειες που οφείλουμε να λάβουμε σοβαρά υπόψη. Οι φαρμακοβιομηχανίες έχουν επενδύσει πολύ στο ψυχοφάρμακο ως πηγή εσόδων κι όχι άδικα. Τα ετήσια κέρδη των εταιριών από τα αντίστοιχα φάρμακα είναι τεράστια.
Η ψυχική υγεία στην Ελλάδα νοσεί…
Η ψυχική υγεία δεν αναγνωρίζεται επίσημα από το ελληνικό κράτος. Φυσικά, λοιπόν, η ψυχολογική υποστήριξη δεν εντάσσεται στο σύστημα υγείας. Επιπροσθέτως, στη χώρα μας – κι όχι μόνο- φυσιολογικές κι αναμενόμενες ψυχικές αντιδράσεις των ανθρώπων διαγιγνώσκονται ως ψυχοπαθολογικές, πχ. η θλίψη μετά την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, η στενοχώρια μετά από ένα διαζύγιο, το άγχος της ανεργίας, η αποσταθεροποίηση που φέρνει μια αλλαγή ζωής. Αυτό έχει ως συνέπεια την αύξηση της ζήτησης πάσης φύσης αγχολυτικού και αντικαταθλιπτικού. Βέβαια παρατηρείται και μια στροφή προς τα φυτικά σκευάσματα που είναι κάπως πιο ήπια ως προς τις παρενέργειές τους.
Η θεραπεία με ψυχιατρικά φάρμακα μπορεί να είναι ένας καλός σύμμαχος. Ένας βοηθητικός καταλύτης στην απόφαση του ατόμου να επανακτήσει την ψυχική του ισορροπία. Παρόλα αυτά, από μόνη της δεν αρκεί για να έχουμε ουσιαστικά και μόνιμα αποτελέσματα. Χρειάζεται ο συνδυασμός της φαρμακοθεραπείας με την κατάλληλη ψυχοθεραπευτική προσέγγιση. Πάντα με την εποπτεία των αντίστοιχων ειδικών ψυχικής υγείας, δηλαδή του ψυχιάτρου και του ψυχολόγου.