Από τους πρώτους μήνες ζωής του νεογέννητου, ο παιδίατρος θα συμβουλέψει τους γονείς να φτιάξουν ένα πρόγραμμα σε σχέση με τις ανάγκες του μωρού τους (διατροφή, ύπνος, υγιεινή, παιχνίδι, βόλτα) το οποίο να ακολουθούν καθημερινά. Εκτός από το πρακτικό κομμάτι που εμπεριέχει η ρουτίνα για την οικογένεια, υπάρχει και μια άλλη διάσταση, ψυχικής φύσης, που καθιστά το πρόγραμμα απαραίτητο αλλά και σημαντικό. Πρόκειται για την εγκαθίδρυση συνηθειών και τελετουργικών με τα οποία το βρέφος θα μπορέσει να έχει έναν υποτυπώδη έλεγχο στη ζωή και το περιβάλλον του. Με απλά λόγια, θα ξέρει τι το περιμένει και θα αισθάνεται ασφάλεια. Με παρόμοιο τρόπο λειτουργεί η ρουτίνα στη ζωή μικρών και μεγάλων. Μας προσφέρει ένα αίσθημα σταθερότητας. Αποτελεί μια μορφή ελέγχου του περιβάλλοντος και ταυτόχρονα οργανώνει το χρόνο και την καθημερινότητά μας. Η ανελαστική εμμονή σε συνήθειες και τελετουργικά ορίζει την ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή.
Ενώ λοιπόν η συνήθεια είναι απαραίτητο συστατικό της ζωής, υπάρχουν και ορισμένοι άνθρωποι που εγκλωβίζονται σε αυτήν. Βασανίζονται από επίμονες σκέψεις και ιδέες (ιδεοληψίες) που δεν μπορούν να εξηγήσουν με τη λογική. Μοιάζει να εισβάλλουν ακάλεστες στο νου τους. Δεν τους επιτρέπουν να λειτουργήσουν ισορροπημένα, αν δεν τις αντιμετωπίσουν. Πολλές φορές, οδηγούνται στην πεισματική επανάληψη συμπεριφορών (καταναγκασμοί) που εξωτερικά φαντάζουν ιδιόρρυθμες. Πλημμυρίζουν από ακατανόητους φόβους και αισθάνονται ότι ζουν ανάμεσα σε δυο κόσμους. Τον κανονικό και έναν άλλον, δικό τους, αυτόν που χαρακτηρίζεται από τον παραλογισμό των ιδιαίτερων κανόνων που επιβάλλει το μυαλό τους.
Η μελέτη και οι έρευνες στην ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, έχουν σημειώσει απίστευτη πρόοδο τα τελευταία χρόνια. Η θέαση του προβλήματος έχει αλλάξει από τα μάτια θεραπευτών και θεραπευόμενων. Υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι που ζουν χρόνια με την ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή καθώς έχουν μάθει να διαχειρίζονται τις παράξενες σκέψεις και συμπεριφορές τους. Βέβαια, αυτό έχει συμβεί με κόστος την χαμηλή ποιότητα ζωής και την συνεχή επιδείνωση της ψυχικής υγείας τους. Παρ’ όλα αυτά επιλέγουν να μην ζητήσουν βοήθεια και να αποκρύψουν τη διαταραχή τους, εξαιτίας της αγωνίας ότι θα χαρακτηριστούν παράφρονες ή τρελοί.
Θα μπορούσε να θεωρηθεί η Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή ως σύμπτωμα υπερβολικού άγχους;
Σήμερα, γνωρίζουμε ότι η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή (ΙΨΔ) ανήκει στο φάσμα των αγχωδών διαταραχών, υπό την γενική ομπρέλα των νευρώσεων. Χαρακτηρίζεται είτε από ιδεοληψίες (obsessions) είτε από ψυχαναγκασμούς (compulsions) είτε συνήθως και από τα δυο. Αφορά το 2% με 3% του συνολικού πληθυσμού, χωρίς καμία διαφοροποίηση ανάμεσα στα δυο φύλα. Σημειωτέον όμως ότι οι άνδρες εμφανίζουν μια πιο πρώιμη ηλικία έναρξης ΙΨΔ σε σύγκριση με τις γυναίκες. Επίσης, έχει εντοπιστεί ότι το ποσοστό αυτό αυξάνεται λίγο και αγγίζει το 5% όταν στην οικογένεια υπάρχει συγγενής πρώτου βαθμού με ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή. Καταλαβαίνουμε ότι η κληρονομικότητα παίζει κάποιο ρόλο αλλά όχι μεγάλο και φυσικά όχι καθοριστικό.
Οι ιδεοληψίες είναι σκέψεις ή ιδέες που επέρχονται πάλι και πάλι και είναι εκτός ελέγχου του ατόμου. Το άτομο, καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια να τις αποβάλλει, γιατί δεν τις επιθυμεί, δεν γίνονται εκούσια, αντιθέτως, παρεισφρύουν ως παρείσακτες στο μυαλό του. Τις θεωρεί εξαιρετικά ενοχλητικές και συνήθως αντιλαμβάνεται ότι είναι παράλογες. Κλέβουν από τον χρόνο του και δυσχαιρένουν το άτομο στους άλλους τομείς της ζωής του. Για παράδειγμα στην εργασία, τις σπουδές, τις ερωτικές και φιλικές σχέσεις, την ψυχαγωγία κλπ. Συνοδεύονται από δυσάρεστα συναισθήματα, όπως αηδία, φόβο, αμφιβολία και μια αίσθηση ότι όλα πρέπει να γίνονται με έναν συγκεκριμένο “άψογο” τρόπο. Εξαιτίας των παραπάνω, συχνά, η ΙΨΔ συνυπάρχει με κατάθλιψη, σύνδρομο touret (τικ) , φοβίες (κοινωνική φοβία), διαταραχή πανικού, διατροφικές διαταραχές κλπ.
Οι πιο γνωστές κατηγορίες ιδεοληψιών είναι οι εξής :
Μόλυνση.
Μπορεί να προέρχεται από μικρόβια και ασθένειες, από βρωμιά και ακαθαρσίες, από σωματικά υγρά, όπως αίμα περιόδου, ούρα και κόπρανα, από τη μόλυνση του περιβάλλοντος.
Απώλεια ελέγχου.
Φόβος ότι το άτομο θα ενεργήσει παρορμητικά, κάνοντας κακό στον εαυτό του ή/και κάνοντας κακό σε άλλους. Φόβος ότι θα φωνάζει ή θα βρίζει ενώ δεν πρέπει. Φόβος ότι θα κλέψει ενώ δεν το θέλει. Γενικευμένος φόβος από φρικιαστικές εικόνες μέσα στο κεφάλι του.
Τελειομανία.
Έντονη ανάγκη του ατόμου για συμμετρία, ακρίβεια, ομοιομορφία, τάξη. Έντονη ανάγκη να γνωρίζει ή να θυμάται κάποια πληροφορία. Φόβος ότι θα χάσει ή θα ξεχάσει πληροφορίες ή αντικείμενα. Δυσκολία στην απόφαση να κρατήσει ή να πετάξει αντικείμενα.
Σεξουαλικά ζητήματα.
Απαγορευμένες ή διεστραμμένες σκέψεις, εικόνες ή παρορμήσεις. Ιδεοληψίες σχετικές με παιδοφιλία ή ομοφυλοφιλία ή σεξουαλική βία προς άλλους.
Θρησκευτικά ζητήματα – ευσυνειδησία.
Το άτομο έχει μεγάλη αγωνία σχετικά με θέματα ηθικής και δεοντολογίας. Υπάρχει έγνοια να κάνει πάντα το σωστό για να μην εξοργίσει το Θεό και το τιμωρήσει.
Άλλες ιδεοληψίες.
Μεγάλος φόβος του ατόμου μην κάνει κακό κατά λάθος ή από απροσεξία του και γενικά μη θεωρηθεί υπεύθυνο για οποιαδήποτε βλάβη ή καταστροφή. Ανησυχία ότι μπορεί να πάσχει ή να προσβληθεί από κάποια ανίατη ασθένεια. Προλήψεις σχετικά με τυχερά χρώματα, αριθμούς, παιχνίδια, λέξεις κλπ.
Οι πιο γνωστές κατηγορίες καταναγκασμών αντίστοιχα είναι οι εξής :
Καθαριότητα.
Το άτομο πράττει άκαμπτα και ψυχαναγκαστικά με σκοπό να αποφευχθεί το παραμικρό ενδεχόμενο μίανσης. Υπερβάλλει σε σχέση με την υγιεινή του (πχ. εξαιρετικά συχνό κι αδικαιολόγητο πλύσιμο χεριών, δυσκαμψία στο μπάνιο, στην χρήση της τουαλέτας και στην περιποίηση του εαυτού). Υπερβάλλει σε σχέση με την καθαριότητα του σπιτιού ή/και άλλων χώρων και αντικειμένων.
Επιβεβαίωση.
Το άτομο συνεχώς επιβεβαιώνει μέσα του ότι δεν έχει χάσει τον έλεγχο, ότι δεν έχει κάνει ή ότι δεν πρόκειται να κάνει κακό στον εαυτό του ή σε άλλους. Τσεκάρει αν έχει κάνει κάτι λάθος, αν οτιδήποτε μπορεί να έχει γίνει στραβά ή αν υπάρχει βλάβη ή καταστροφή γύρω του ή πάνω του (σε σημεία του σώματός του, στα ρούχα του κλπ.).
Επαναληψιμότητα.
Το άτομο επαναλαμβάνει τις πράξεις του. Ξαναδιαβάζει ένα κείμενο, ξαναγράφει κάτι, ξανακάνει το οτιδήποτε διότι θεωρεί ότι έτσι πρέπει να κάνει. Η επανάληψη μπορεί να αφορά και σωματικές κινήσεις (άνοιγμα και κλείσιμο των βλεφάρων, χτύπημα των δαχτύλων στο τραπέζι κλπ.
Νοητικοί ψυχαναγκασμοί.
Το άτομο μπορεί να ξανασκέφτεται γεγονότα για να είναι σίγουρο ότι δεν έχει πει ή κάνει κάτι άσχημο. Μπορεί να λέει μια προσευχή για να ξορκίσει το κακό. Μπορεί να μετράει κατά τη διάρκεια μιας πράξης για να την εξαγνίσει ή να πιστοποιήσει ότι είναι σωστή. Μπορεί να προβαίνει στη διαδικασία της “διαγραφής” για παράδειγμα να αντικαθιστά μια “κακή” λέξη με μια “καλή” για να διαγραφεί η “κακή”.
Άλλοι καταναγκασμοί.
Εξαιτίας της δυσκολίας του ατόμου να πετάξει κάτι, μπορεί να συσσωρεύει πάρα πολλά άχρηστα πράγματα στο σπίτι του, ακόμα και σκουπίδια. Το άτομο μπορεί να ρωτάει κάποιον άλλον προκειμένου να καθησυχαστεί μέσα του κι έτσι να σταματήσει να αμφιβάλει για τον εαυτό του. Μπορεί τέλος να αποφεύγει συστηματικά καταστάσεις που θεωρεί ότι ίσως αποτελούν πυροδοτικοί μηχανισμοί των ψυχαναγκασμών του (πχ. αποφυγή μαχαιριών γιατί θεωρεί ότι θα τα χρησιμοποιήσει χωρίς να το καταλάβει και θα προκαλέσει κακό).
Αίτια
Δεν υπάρχει σαφής αιτιολογία για την ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή. Όπως προαναφέρθηκε, ο γενετικός παράγοντας παίζει κάποιο ρόλο. Μάλιστα, έρευνες σε δίδυμα αδέλφια δείχνουν ότι είναι ιδιαίτερα σημαντικός στην περίπτωση που η ΙΨΔ εμφανίζεται στην παιδική ηλικία κι όχι στην ενήλικη ζωή του ατόμου. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι πιθανό να υπάρχει διαφοροποίηση της διαταραχής ανάλογα με την ηλικία εκδήλωσής της. Ακόμη, άλλες έρευνες πιστοποιούν ότι η ΙΨΔ σχετίζεται με κάποιο πρόβλημα στους νευροδιαβιβαστές του εγκεφάλου, κυρίως της σεροτονίνης κι έπειτα της ντοπαμίνης. Ομοίως, έχει παρατηρηθεί σε ορισμένους ασθενείς με ΙΨΔ αλλοίωση σε βασικά γάγγλια, δηλαδή σε ομάδες εγκεφαλικών κυττάρων.
Η κληρονομικότητα όπως σε όλες τις ψυχικές διαταραχές έτσι και στην ΙΨΔ δεν αποτελεί γραμμικό αιτιολογικό παράγοντα. Καθιστά το άτομο πιο ευάλωτο στη συγκεκριμένη διαταραχή. Δημιουργεί αυτό που ονομάζουμε προδιάθεση, η οποία σε συγκεκριμένες περιβαλλοντικές συνθήκες μπορεί να φέρει στην επιφάνεια την διαταραχή.
Ο περιβαλλοντικός παράγοντας που μοιάζει να είναι κοινός στην πλειοψηφία των ανθρώπων που υποφέρουν από ΙΔΨ αφορά στην ανατροφή τους. Φαίνεται ότι οι άνθρωποι αυτοί έχουν μεγαλώσει σε ένα περιβάλλον που χαρακτηριζόταν από έντονο άγχος, ανησυχία, αγωνία, απαγόρευση, υψηλές προσδοκίες και αυστηρότητα. Η παιδική τους ηλικία πιθανολογείται ότι ήταν γεμάτη ευθύνες, κανόνες και συνέπεια. Συχνά, οι γονείς τους πρέπει να ήταν αγχώδεις και πιεστικοί, εξαιρετικά σχολαστικοί με την οργάνωση, τον προγραμματισμό και την πάσης φύσεως “τελειότητα”. Ίσως να έθεταν πολύ ψηλά τον πήχη σε ζητήματα ακαδημαϊκής επίδοσης.
Αντιμετώπιση – Θεραπεία
Η συνιστώμενη θεραπεία για την ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή αφορά στο συνδυασμό φαρμακοθεραπείας και ψυχοθεραπείας. Η φαρμακοθεραπεία περιλαμβάνει τη χρήση σεροτονινικών αντικαταθλιπτικών. Επιδρούν στον νευροδιαβιβαστή σεροτονίνη, ο οποίος θεωρείται και ο κύριος υπαίτιος της ΙΨΔ. Η φαρμακευτική αγωγή βοηθάει μόνο στον περιορισμό και τον έλεγχο των συμπτωμάτων, γι’ αυτό είναι απαραίτητη και η ψυχοθεραπεία.
Γνωσιακή – συμπεριφορική προσέγγιση
Οι ψυχολόγοι της γνωσιακής – συμπεριφορικής σχολής αναφέρονται στη θεωρία της αποφυγής (O. H. Mower). Υποστηρίζουν ότι ουδέτερα ερεθίσματα (πχ. λάσπη) συνδέονται με αγχογόνα (πχ. μόλυνση) και μέσω της κλασσικής εξαρτητικής μεθόδου (κλασσική εξαρτημένη μάθηση), τα αρχικά ουδέτερα ερεθίσματα γίνονται εξαρτημένα. Το άτομο τα αντιλαμβάνεται κι αυτά ως αγχογόνα (πχ. αν/όταν πιάσω λάσπες θα μολυνθώ). Στη συνέχεια, μια δεδομένη συμπεριφορά (πχ. πλύσιμο χεριών) που μπορεί να κατευνάσει τη δυσφορία και το άγχος, εγκαθίσταται ως μόνιμο σχήμα και σιγά σιγά δομείται ο ιδεοψυχαναγκασμός.
Η γνωσιακή – συμπεριφορική θεραπεία είναι κατάλληλη για την αποδόμηση των άκαμπτων σχημάτων που περιορίζουν την λειτουργικότητα του ατόμου που πάσχει από ΙΨΔ. Το άτομο καλείται να αναλύει τις έμμονες ιδέες του βάσει λογικής (πχ. αυτό που σκέφτομαι τώρα δεν σχετίζεται με την πραγματικότητα που ζω αλλά είναι κομμάτι της ΙΨΔ). Η πιο αποτελεσματική μέθοδος φέρεται να είναι η λεγόμενη “Έκθεση και Παρεμπόδιση Αντίδρασης” (ΕΠΑ). Η μέθοδος αυτή αποσκοπεί στο να επιτευχθεί σταδιακά εξοικείωση με το αγχογόνο ερέθισμα.
Το άτομο μέσω της έκθεσης στο φοβικό ή αγχωτικό ερέθισμα εκτίθεται και σε συναισθήματα δυσφορίας και αγωνίας. Ταυτόχρονα προσπαθεί να μην απαντήσει/ αντιδράσει σε αυτά τα συναίσθηματα με τη γνωστή καταναγκαστική συμπεριφορά που τα κατευνάζει. Τις πρώτες φορές το άγχος θα αγγίζει το ζενίθ και το άτομο θα δυσκολεύεται πολύ. Ωστόσο, είναι σημαντικό να καταφέρει να πειστεί μέσα του ότι αυτό που κάνει έχει νόημα. Στο τέλος θα παρατηρήσει ότι με τη μέθοδο ΕΠΑ (έκθεση και παρεμπόδιση αντίδρασης) το άγχος σιγά σιγά αλλά σταθερά θα αρχίσει να υποχωρεί.
Συστημική προσέγγιση
Η συστημική θεραπεία μπορεί να εμπεριέξει μεθόδους άλλων προσεγγίσεων προκειμένου να βοηθήσει το άτομο να ξεπεράσει σε πρακτικό επίπεδο ή σε επίπεδο συμπτωμάτων την δυσλειτουργικότητα που φέρνει στη ζωή του η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή. Είναι σαφές ότι η ριζική θεραπεία κάθε ψυχικής διαταραχής περιλαμβάνει οπωσδήποτε αλλαγή του τρόπου σκέψης και του τρόπου θέασης του κόσμου και του εαυτού. Το ίδιο ισχύει λοιπόν και για τον άνθρωπο που πάσχει από την ΙΨΔ. Χρειάζεται να έρθει σε επαφή με το βάθος του, με τις πεποιθήσεις που έχει για τον εαυτό του, με τα μοτίβα που ίσως κυριαρχούν στην οικογένειά του και με το πώς δομεί τις σχέσεις του. Επίσης να συνειδητοποιήσει πως οργανώνει τον εσωτερικό του κόσμο και πόσο αντιλαμβάνεται τις ανάγκες και τις επιθυμίες του.
Επιπρόσθετα, η οικογενειακή θεραπεία θα βοηθήσει ολόκληρη την οικογένεια του πάσχοντος. Αφενός να στηρίξει το μέλος που μάχεται με την ΙΨΔ και αφετέρου να επαναπροσδιορίσει τις σχέσεις και τον τρόπο σύνδεσης και συνδιαλλαγής των μελών συνολικά. Σε δεύτερο χρόνο, η συμμετοχή σε ψυχοθεραπευτική ομάδα που απαρτίζεται από ανθρώπους που πάσχουν ΙΨΔ (και όχι μόνο) θα βοηθήσει το άτομο να μοιραστεί τις ανησυχίες του σε περιβάλλον κατανόησης και συναισθηματικής ασφάλειας.
Ολοκληρώνοντας, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ένας άνθρωπος που πάσχει από ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή δεν είναι “τρελός” ή “παράφρων”. Μάλιστα, οι ειδικοί τονίζουν ότι ο άνθρωπος που παλεύει με την ΙΨΔ έχει λιγότερες πιθανότητες να εμφανίσει ψυχωτικά επεισόδια. Οι αιτίες της σχιζοφρένειας είναι εντελώς διαφορετικές από αυτές της ΙΨΔ και τα δυο προβλήματα δεν έχουν συσχέτιση. Ο ψυχωτικός ασθενής δεν έχει επίγνωση του παραλογισμού των σκέψεών του. Πιστεύει απόλυτα το αληθές του παραληρήματός του. Αντίθετα ο ιδεοψυχαναγκαστικός ασθενής αντιλαμβάνεται άριστα ότι οι ιδέες του είναι παράλογες. Ενοχλείται από αυτήν την κατάσταση, καθώς νιώθει αναγκασμένος να απαντήσει με ψυχαναγκαστικό τρόπο ώστε να ανακουφιστεί.